ἀειγενέτης
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
only in Ep.form αἰειγενέτης, ου, ὁ, epith. of the gods,
A everlasting, used by Hom. only at the end of a line, θεῶν αἰειγενετάων Il.2.400, cf. 3.296.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειγενέτης: μόνον ἐν τῷ Ἐπ. τύπῳ αἰειγενέτης, ου, ὁ, (γενέσθαι) ἐπώνυμον τῶν θεῶν, ὡς τὸ αἰὲν ἐόντες, αἰώνιοι, ἀθάνατοι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τέλει στίχου· θεῶν αἰειγενετάων, Ἰλ. Β. 400, καὶ ἄλλ·. θεοῖς αἰειγενέτησιν, Γ. 296, καὶ ἀλλ.
Greek Monotonic
ἀειγενέτης: μόνο σε Επικ. τύπο αἰει-γενέτης, -ου, ὁ (γίγνομαι)· επίθ. των θεών, όπως το αἰὲν ἐόντες = αιώνιοι, αθάνατοι· θεῶν αἰειγενετάων, θεοῖς αἰειγενέτῃσιν, σε Ομήρ. Ιλ.