ἁλόντε: [ᾱ], ἴδε ἐν λ. ἁλίσκομαι.
duel du part. ao.2 de ἁλίσκομαι.
ἁλόντε: [ᾱ], μτχ. αορ. βʹ δυικ. του ἁλίσκομαι.