ἁλόντε

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

French (Bailly abrégé)

duel du part. ao.2 de ἁλίσκομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλόντε: [ᾱ], ἴδε ἐν λ. ἁλίσκομαι.

Greek Monotonic

ἁλόντε: [ᾱ], μτχ. αορ. βʹ δυικ. του ἁλίσκομαι.