ἀποδεχθείς
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
Ion. for ἀποδειχθείς, Hdt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεχθείς: Ἰων. ἀντὶ ἀποδειχθείς, Ἡρόδ.
Spanish (DGE)
v. ἀποδείκνυμι.
Greek Monotonic
ἀποδεχθείς: Ιων. αντί ἀποδειχθείς.