σφάττω

From LSJ
Revision as of 19:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek (Liddell-Scott)

σφάττω: νεώτερ. Ἀττικ. ἀντὶ σφάζω, παρατ. ἔσφαττον˙ - ἐνεστὼς σφάσσω δὲν ἀπαντᾷ.

French (Bailly abrégé)

néo-att. c. σφάζω.

Greek Monolingual

NM
βλ. σφάζω.

Greek Monotonic

σφάττω: μεταγεν. Αττ. τύπος αντί σφάζω, παρατ. ἔσφαττον.