Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
σφάττω: νεώτερ. Ἀττικ. ἀντὶ σφάζω, παρατ. ἔσφαττον˙ - ἐνεστὼς σφάσσω δὲν ἀπαντᾷ.
néo-att. c. σφάζω.
NMβλ. σφάζω.
σφάττω: μεταγεν. Αττ. τύπος αντί σφάζω, παρατ. ἔσφαττον.