καταισθάνομαι

Revision as of 19:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A perceive, τι S.OT422.

German (Pape)

[Seite 1351] (s. αἰσθάνομαι), verstärktes simplex, ὅταν καταίσθῃ τὸν ὑμέναιον Soph. O. R. 422.

Greek (Liddell-Scott)

καταισθάνομαι: ἀποθ., ἐντελῶς ἀντιλαμβάνομαί τινος, τι Σοφ. Ο. Τ. 422.

French (Bailly abrégé)

ao.2 sbj. 3ᵉ sg. καταίσθῃ;
s’apercevoir de, apprendre, acc..
Étymologie: κατά, αἰσθάνομαι.

Greek Monolingual

καταισθάνομαι (Α)
αντιλαμβάνομαι κάποιον πλήρως.

Greek Monotonic

καταισθάνομαι: μέλ -αισθήσομαι, αποθ., καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι κάτι πλήρως, σε Σοφ.