Ποτιδᾶς

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek (Liddell-Scott)

Ποτῑδᾶς: Ποτιδᾶν ἢ Ποτῑδάν, Ποτῑδάων, Δωρ. ἀντὶ Ποσειδῶν· ὅθεν τὸ ὄνομα τῆς Δωρικῆς πόλεως Ποτῑδαίας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 438, Θουκ., κτλ.· Ποτιδαίη παρ’ Ἡρόδ. 7. 123, κτλ.· φέρεται Ποτείδαια ἐν τῇ Κεραμικῇ ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 170)· ― Ποτῑδαιάτης, Ἰων. -ήτης, ὁ, κάτοικος Ποτιδαίας, Ἡρόδ. 8. 126, Θουκ., κτλ.· Ποτῑδαιατικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ποτίδαιαν καὶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς, Θουκ. 1. 118, κτλ. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκιν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 190 κἑξ.

Greek Monotonic

Ποτῑδᾶς: Ποτῑδάν, Ποτῑδάων, Δωρ. αντί Ποσειδῶν, απ' όπου το όνομα της Δωρ. πόλης Ποτῑδαία, , (βλ. αυτ.), σε Αριστοφ. κ.λπ.· Ποτῑδαιάτης, Ιων. -ήτης, , κάτοικος της Ποτίδαιας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Ποτῑδαιατικός, , -όν, αυτός που προέρχεται από την Ποτίδαια, σε Θουκ.