Ποτιδᾶς
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
Greek (Liddell-Scott)
Ποτῑδᾶς: Ποτιδᾶν ἢ Ποτῑδάν, Ποτῑδάων, Δωρ. ἀντὶ Ποσειδῶν· ὅθεν τὸ ὄνομα τῆς Δωρικῆς πόλεως Ποτῑδαίας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 438, Θουκ., κτλ.· Ποτιδαίη παρ’ Ἡρόδ. 7. 123, κτλ.· φέρεται Ποτείδαια ἐν τῇ Κεραμικῇ ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 170)· ― Ποτῑδαιάτης, Ἰων. -ήτης, ὁ, κάτοικος Ποτιδαίας, Ἡρόδ. 8. 126, Θουκ., κτλ.· Ποτῑδαιατικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ποτίδαιαν καὶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς, Θουκ. 1. 118, κτλ. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκιν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 190 κἑξ.
Greek Monotonic
Ποτῑδᾶς: Ποτῑδάν, Ποτῑδάων, Δωρ. αντί Ποσειδῶν, απ' όπου το όνομα της Δωρ. πόλης Ποτῑδαία, ἡ, (βλ. αυτ.), σε Αριστοφ. κ.λπ.· Ποτῑδαιάτης, Ιων. -ήτης, ὁ, κάτοικος της Ποτίδαιας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Ποτῑδαιατικός, -ή, -όν, αυτός που προέρχεται από την Ποτίδαια, σε Θουκ.