Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Menander, Monostichoi, 366Greek (Liddell-Scott)
στρατευτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἐκστρατεύσῃ, κινήσῃ πόλεμον, ἐπί τινας Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 41.
Greek Monotonic
στρατευτέον: ρημ. επίθ. του στρατεύω, πρέπει κάποιος να εκστρατεύσει, να κηρύξει πόλεμο, σε Ξεν.