στρατευτέον

From LSJ
Revision as of 19:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek (Liddell-Scott)

στρατευτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἐκστρατεύσῃ, κινήσῃ πόλεμον, ἐπί τινας Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 41.

Greek Monotonic

στρατευτέον: ρημ. επίθ. του στρατεύω, πρέπει κάποιος να εκστρατεύσει, να κηρύξει πόλεμο, σε Ξεν.