Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
στρέψασκον: ἴδε στρέφω.
ao. itér. épq. de στρέφω.
see στρέφω.
στρέψασκον: Επικ. παρατ. του στρέφω.