κατακτάς

Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

κατακτάμενος,

   A v. κατακτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακτάς: κατακτάμενος, ἴδε κατακτείνω.

Greek Monotonic

κατακτάς: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -κτάμενος, μέσ.