μέταυλος

Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον, Att. for μέσαυλος (q. v.).

German (Pape)

[Seite 156] = μέσαυλος, θύρα, Lys. 1, 17; vgl. Lob. zu Phryn. p. 195 u. Moeris.

Greek (Liddell-Scott)

μέταυλος: -ον, Ἀττ. ἀντὶ μέσαυλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
c. μέσαυλος.

Greek Monolingual

μέταυλος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. μέσαυλος.

Greek Monotonic

μέταυλος: -ον, Αττ. αντί μέσαυλος.