χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
[Seite 496] ion. πάρηρος, wie παρήορος, verrückt, unsinnig, wahnsinnig, Theocr. 15, 8.
πάρᾱρος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. παρήορος.
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. παρήορος.
πάρᾱρος: -ον, Δωρ. αντί παρήορος III, σε Θεόκρ.