Ἐναρέες

From LSJ
Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113

German (Pape)

[Seite 829] od. Ἐνάριες, οἱ, nach Her. 1, 105. 4, 67 Scythen (auch das Wort scheint scythisch), die an der θήλεια νοῦσος litten.

Greek Monotonic

Ἐναρέες: ή -ίες, οἱ, πιθ. σκυθ. λέξη, που αντιστοιχεί στο ελληνικό ἀνδρόγυνοι, συμμορία που βεβήλωσε το ιερό της Αφροδίτης στην πόλη Άσκαλον, σε Ηρόδ.