καθίκεο
From LSJ
ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. poét. ao.2 de καθικνέομαι.
Greek Monotonic
καθίκεο: [ῑ], βʹ ενικ. αορ. βʹ του καθικνέομαι.
ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots
2ᵉ sg. poét. ao.2 de καθικνέομαι.
καθίκεο: [ῑ], βʹ ενικ. αορ. βʹ του καθικνέομαι.