καθίκεο

From LSJ

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. poét. ao.2 de καθικνέομαι.

Greek Monotonic

καθίκεο: [ῑ], βʹ ενικ. αορ. βʹ του καθικνέομαι.