ἀπαλλακτέον

Revision as of 20:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A one must release from, τινά τινος Plu.Cor.32.    2 one must remove, make away with, τι ἐκποδών D.H.6.51.    II (from Pass.) one must withdraw from, get rid of, τινός Lys.6.8, Pl.Phd.66e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλλακτέον: ῥηματ. ἐπίθ τοῦ ἀπαλλάσσω, πρέπει τις νὰ ἀπαλλάξῃ τινά τινος Πλούτ. Κορ. 32. 2) πρέπει τις νὰ «ξεκάμῃ» ἀπὸ κἄτι, ἀπαλλακτέον ἡμῖν καὶ ταῦτα τὰ σώματα ἐκποδὼν Διον. Ἁλ. 6. 51. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) πρέπει τις νὰ ἀποχωρήσῃ, ν᾿ ἀπαλλαχθῇ, τινὸς Λυσ. 104. 4, Πλάτ. Φαίδων 66D.

Spanish (DGE)

1 hay que librar τὰ θεῖα πάσης αἰτίας Plu.Cor.32.
2 hay que quitar ἀ. ἡμῖν καὶ ταῦτα τὰ σώματα ἐκποδών tenemos que desembarazarnos también de estos individuos D.H.6.51.
3 hay que desprenderse de τοῦ ἀνδρός Lys.6.8, αὐτοῦ (del cuerpo), Pl.Phd.66d.

Greek Monotonic

ἀπαλλακτέον: ρημ. επίθ. του ἀπαλλάσσω,
I. αυτό που πρέπει κάποιος να απελευθερώσει, να λυτρώσει κάποιον από κάτι, τινάτινος, σε Πλούτ.
II. (από τον Παθ. τύπο), αυτό από το οποίο πρέπει κάποιος να αποσυρθεί, να υποχωρήσει, να γλυτώσει, τινός, σε Πλάτ.