πολεμησείω

Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Desiderat. of πολεμέω, Th.1.33, D.C.46.30.

German (Pape)

[Seite 653] desider. von πολεμέω, ich möchte gern Krieg, sehne mich nach Krieg, mich gelüstet nach Krieg, Thuc. 1, 33.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμησείω: ἐφετικὸν τοῦ πολεμέω, Θουκ. 1. 33, Δίων Κ. 46. 30.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
désirer la guerre.
Étymologie: πολεμέω.

Greek Monolingual

ΜΑ
επιθυμώ να πολεμήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + εφετική κατάλ. -σείω (πρβλ. ναυμαχη-σείω)].

Greek Monotonic

πολεμησείω: εφετικό του πολεμέω, σε Θουκ.