μαπέειν

From LSJ
Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek (Liddell-Scott)

μαπέειν: Ἐπικ. ἀπαρ. ἀόρ. β΄ τοῦ μάρπτω, ἱέμεναι μαπέειν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 231.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de μάρπτω.
Étymologie: DELG croisement avec μάψ.

Greek Monotonic

μᾰπέειν: Επικ. απαρ. αόρ. βʹ του μάρπτω.