ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
κέχῠμαι: κέχῠτο, κέχυντο, ἴδε χέω.
see χέω.
κέχῠμαι: Παθ. παρακ. του χέω.