κέχυμαι

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek (Liddell-Scott)

κέχῠμαι: κέχῠτο, κέχυντο, ἴδε χέω.

English (Autenrieth)

see χέω.

Greek Monotonic

κέχῠμαι: Παθ. παρακ. του χέω.