πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
3ᵉ pl. ao. Moy. poét. de δύω.
δύσαντο: Επικ. αντί ἐδύσαντο, γʹ πληθ. Μέσ. αορ. αʹ του δύω.