αὐτοτραγικός

From LSJ
Revision as of 21:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175

German (Pape)

[Seite 403] ächt tragisch, πίθηκος Dem. 18, 242, wo Andere

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοτρᾰγικός: -ή, -όν, ἐξ ὁλοκλήρου, ἐντελῶς, ἐναργῶς τραγικός, αὐτοτραγικὸς πίθηκος Δημ. 307. 25.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tout à fait tragique.
Étymologie: αὐτός, τραγικός.

Spanish (DGE)

-ή, -όν que es totalmente trágico πίθηκος D.18.242.

Greek Monotonic

αὐτοτρᾰγικός: -ή, -όν, εξ ολοκλήρου τραγικός, σε Δημ.