Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
v. ἀφίστημι.
ἀπέστην: αόρ. βʹ του ἀφ-ίστημι.