καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
3ᵉ sg. f. épq. de ἄπειμι¹.
ἀπεσσεῖται: Επικ. αντί ἀπ-έσσεται, γʹ ενικ. μέλ. του ἄπειμι (εἰμί, Λατ. sum).