Ἀρείφατος
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
Ep. Ἀρηΐφατος, ον, (cf. φόνος, πέφαται)
A slain by Ares, i.e. slain in war, Il.19.31, etc.; ψυχαί [Heraclit.]136, cf. 24; φόνοι Ἀ. E.Supp.603 (lyr.). 2 later, = Ἄρειος, martial, Ἀ. ἀγών, λῆμα, A.Eu.913, Fr. 147; κόποι E.Rh.124. 3 slaying in war, ἀνέρες Orph.A.514.
Greek Monotonic
Ἀρείφᾰτος: [ᾰρ], Επικ. Ἀρηΐ-φατος, -ον (*φένω)·
I. αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη, αυτός δηλ. που σκοτώθηκε στον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
II. = Ἄρειος, σε Αισχύλ.