παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep
ἀπολέσθαι:I. απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του ἀπόλλυμι. II. ἀπολέσκετο, Επικ. αντί ἀπώλετο, γʹ ενικ. οριστ.