ἀπολέσθαι
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monotonic
ἀπολέσθαι:I. απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του ἀπόλλυμι. II. ἀπολέσκετο, Επικ. αντί ἀπώλετο, γʹ ενικ. οριστ.
ἀπολέσθαι:I. απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του ἀπόλλυμι. II. ἀπολέσκετο, Επικ. αντί ἀπώλετο, γʹ ενικ. οριστ.