βραχυλόγος

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

German (Pape)

[Seite 462] kurz sprechend, sich kurz ausdrückend, Λακεδαίμων Plat. Legg. I, 641 e. – Comparat. Plat. Gorg. 449 c u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠλόγος: -ον, ὀλιγολόγος, ὀλίγα λέγων, τὴν συντομίαν ἐπιδιώκων, Πλάτ. Γοργ. 449C, κτλ.· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν, ὁ αὐτ. Νόμ. 641E, κτλ.

Greek Monotonic

βρᾰχῠλόγος: -ον (λέγω), σύντομος στο λόγο, αυτός που μιλά με λίγες λέξεις, σε Πλάτ.