δεῖος

From LSJ
Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek (Liddell-Scott)

δεῖος: τό, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ δέος (ὡς κλεῖος ἀντὶ τοῦ κλέος), χλωροὶ ὑπαὶ δείους Ἰλ. Ο. 4.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
épq.
c. δέος.

Greek Monotonic

δεῖος: τό, Επικ. αντί δέος, σε Ομήρ. Ιλ.