ἐνερεύγομαι

Revision as of 22:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A belch on, γυίοις ἰόν Nic.Th.185: also aor.2 Act., ἔμοιγε . . τυροῦ κάκιστον . . ἐνήρῠγεν Ar.V.913.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνερεύγομαι: ἀποθ., ἐρεύγομαι ἐπάνω εἴς τινα, γυίοις ἐνερεύγεται ἰὸν Νικ. Θηρ. 185: ― ὡσαύτως κατ’ ἐνεργ. ἀόρ. β΄, ἔμοιγέ τοι τυροῦ κάκιστον ἀρτίως ἐνήρῠγεν Ἀριστοφ. Σφ. 913.

Greek Monolingual

ἐνερεύγομαι (Α) ερεύγομαι
1. ρεύομαι
2. κάνω εμετό, ξερνώ.

Greek Monotonic

ἐνερεύγομαι: αποθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ -ήρῠγον, ρεύομαι μέσα, με δοτ., σε Αριστοφ.