ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
ᾶσα, άν;part. ao.2 de ἐφίστημι.
ἐπιστάς: Παθ. αόρ. βʹ του ἐφίστημι.