Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
Menander, Monostichoi, 422Greek (Liddell-Scott)
ἑστάμεν: -άμεναι ᾰ, Ἐπικ. ἀπαρ. συγκεκομμ. πρκμ. τοῦ ἵστημι· ἀλλά, ΙΙ. ἕστᾰμεν, α΄ πληθ. ὁριστ.
Greek Monotonic
ἑστάμεν: -άμεναι[ᾰ],·
I. Επικ. αντί ἑστάναι, συγκόπτ. απαρ. παρακ. του ἵστημι·
II. αλλά, ἕστᾰμεν, αʹ πληθ. οριστ.