ἐπιταλαιπωρέω

Revision as of 23:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A suffer or labour at, Th.1.123 ; πρὸς πολιτικοῖς Pl. R.540b ; ἔργοις J.AJ17.13.3.    2 labour yet further, D.H.9.35.

German (Pape)

[Seite 989] dabei, noch dazu Mühsal bestehen, sich anstrengen, περὶ τῶν μελλόντων τοῖς παροῦσι βοηθοῦντας χρὴ ἐπιταλ. Thuc. 1, 123; πρὸς πολιτικοῖς, Mühen übernehmen, Plat. Rep. VII, 540 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτᾰλαιπωρέω: ἐπὶ πλέον ταλαιπωροῦμαι, κοπιάζω, Θουκ. 1. 123· πρός τινι, ἔν τινι πράγματι, Πλάτ. Πολ. 540Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se donner un surcroît de peine.
Étymologie: ἐπί, ταλαιπωρέω.

Greek Monotonic

ἐπιτᾰλαιπωρέω: μέλ. -ήσω, κοπιάζω ακόμη περισσότερο, σε Θουκ.