ἐπιταλαιπωρέω
English (LSJ)
A suffer or labour at, Th.1.123 ; πρὸς πολιτικοῖς Pl. R.540b ; ἔργοις J.AJ17.13.3. 2 labour yet further, D.H.9.35.
German (Pape)
[Seite 989] dabei, noch dazu Mühsal bestehen, sich anstrengen, περὶ τῶν μελλόντων τοῖς παροῦσι βοηθοῦντας χρὴ ἐπιταλ. Thuc. 1, 123; πρὸς πολιτικοῖς, Mühen übernehmen, Plat. Rep. VII, 540 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτᾰλαιπωρέω: ἐπὶ πλέον ταλαιπωροῦμαι, κοπιάζω, Θουκ. 1. 123· πρός τινι, ἔν τινι πράγματι, Πλάτ. Πολ. 540Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se donner un surcroît de peine.
Étymologie: ἐπί, ταλαιπωρέω.
Greek Monotonic
ἐπιτᾰλαιπωρέω: μέλ. -ήσω, κοπιάζω ακόμη περισσότερο, σε Θουκ.