εὐγένειος

Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Ep. ἠϋγέν-, ον, (γένειον) of a lion,

   A well-maned, λέων . . ἠϋγένειος Od.4.456; λίς Il.15.275; of Pan, well-bearded, h.Hom.19.39; of men, Pl.Euthphr.2b, Luc.Icar.10.

German (Pape)

[Seite 1059] mit starkem Barte, Plat. Euthyphr. 2 b; Luc. Iup. Trag. 26. S. ήϋγ.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγένειος: Ἐπικ. ἠϋγένειος, ον, (γένειον) ἐπὶ λέοντος, ὁ ἔχων καλὸν γένειον ἢ ὡραίαν χαίτην, λέων... ἠϋγένειος Ὀδ. Δ. 456· λὶς Ἰλ. Ο. 275, Ρ. 109, κλ.· ἐπὶ τοῦ Πανός, ἔχων καλὸν γένειον, Ὁμ. Ὕμν. 18. 39· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πλάτ. Εὐθύφρων 2Β, Λουκ. Ἰκαρ. 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à la barbe touffue, barbu;
2 à la belle crinière.
Étymologie: εὖ, γένειον.

Greek Monolingual

εὐγένειος, -ον και επικ. τ. ἠϋγένειος, -ον (Α)
1. (για λιοντάρι) αυτός που έχει ωραία χαίτηλέων... ἠϋγένειος», Ομ. Οδ.)
2. (για άνδρες και για τον θεό Πάνα) αυτός που έχει ωραία γένια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γένειον.

Greek Monotonic

εὐγένειος: Επικ. ἠϋγεν-, -ον (γένειον), λέγεται για λιοντάρι, αυτό που έχει ωραία χαίτη, σε Όμηρ.· λέγεται για άνδρες, αυτός που έχει ωραία γένια, σε Πλάτ.