φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
εὔξεαι: Ἐπικ. β΄ ἑνικ. ἀορ. α΄ ὑποτ. τοῦ εὔχομαι, αὐτὰρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ εὔξεαι κτλ. Ὀδ. Γ. 45.
2ᵉ sg. sbj. ao. épq. de εὔχομαι.
εὔξεαι: Επικ. βʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του εὔχομαι.