καταβρώθω

From LSJ
Revision as of 23:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek (Liddell-Scott)

καταβρώθω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ καταβιβρώσκω, Βαβρ. μέρος 2. 67, 18· πρβλ. βεβρώθοις ἐν Ἰλ. Δ. 35.

Greek Monolingual

καταβρώθω (Α)
κατατρώγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για υποχωρητικό σχηματισμό από τον παθ. αόρ. κατ-ε-βρώ-θην του κατα-βι-βρώ-σκω κατά το σχήμα -κλώσ-θην: κλώθω.

Greek Monotonic

καταβρώθω: μεταγεν. τύπος του καταβιβρώσκω, σε Βάβρ.