κατοιμώζω

Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A bewail, lament, E.Andr.1159.

German (Pape)

[Seite 1403] (s. οἰμώζω), bejammern, beklagen, κατοιμῶξαι γόοις Eur. Andr. 1160.

Greek (Liddell-Scott)

κατοιμώζω: θρηνῶ, στενάζω, Εὐρ. Ἀνδρ. 1159.

French (Bailly abrégé)

gémir sur, déplorer.
Étymologie: κατά, οἰμώζω.

Greek Monolingual

κατοιμώζω (Α)
στενάζω δυνατά, κλαίω με στεναγμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οἰμώζω «κλαίω, οδύρομαι»].

Greek Monotonic

κατοιμώζω: μέλ. -ώξομαι, θρηνολογώ, μοιρολογώ, σε Ευρ.