μελάγχολος

Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A dipped in black bile, ἰοί S.Tr.573.

German (Pape)

[Seite 118] mit schwarzer Galle bestrichen, ἰοί, Soph. Trach. 570.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγχολος: -ον, (χολὴ) ὁ εἰς μέλαιναν χολὴν βεβαπτισμένος, «βουτημένος», ἰοὶ Σοφ. Τρ. 573.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enduit d’un fiel noir.
Étymologie: μέλας, χολή.

Greek Monolingual

μελάγχολος, -ον (Α)
(για βέλη εμβαπτισμένα σε μαύρη χολή) φαρμακερός, δηλητηριώδης («μελαγχόλους ἔβαψεν ἰοὺς θρέμμα Λερναίας ὕδρας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χολή (πρβλ. πικρό-χολος)].

Greek Monotonic

μελάγχολος: -ον (χολή), βουτηγμένος σε μαύρη χολή, σε Σοφ.