μελανόμματος

Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A black-eyed, Pl.Phdr.253d, Arist.GA779b14.

German (Pape)

[Seite 119] schwarzäugig; Plat. Phaedr. 253 d; Arist. gen. an. 5, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux yeux noirs.
Étymologie: μέλας, ὄμμα.

Greek Monolingual

μελανόμματος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὄμμα, ὄμματος «οφθαλμός» (πρβλ. γλαυκ-όμματος, μαλακ-όμματος)].

Greek Monotonic

μελᾰνόμμᾰτος: -ον (ὄμμα), αυτός που έχει μαύρα μάτια, σε Πλάτ.