Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
[Seite 226] ep. gedehnte Form für μῶμαι, μάομαι.
μώομαι: Ἐπ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ μάομαι.
seul. impér. prés. 2ᵉ sg. μώεο;c. μῶμαι.
μώομαι: Επικ. εκτεταμ. τύπος του μάομαι.