μώομαι

From LSJ
Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

German (Pape)

[Seite 226] ep. gedehnte Form für μῶμαι, μάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μώομαι: Ἐπ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ μάομαι.

French (Bailly abrégé)

seul. impér. prés. 2ᵉ sg. μώεο;
c. μῶμαι.

Greek Monotonic

μώομαι: Επικ. εκτεταμ. τύπος του μάομαι.