ὅτις

From LSJ
Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

German (Pape)

[Seite 405] ep. u. ion. = ὅστις, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ὅτις: ὅτινα, ὅτινας, Ἐπικ. πτώσεις τοῦ ὅστις.

French (Bailly abrégé)

nom. masc. sg. épq. de ὅστις.

Greek Monolingual

ὀτίς και οὐτίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. ωτίς.

Greek Monotonic

ὅτις: ὅτινα, ὅτινας, Επικ. αντί ὅσ-τις, ὅν-τινα, οὕσ-τινας.