παρακαταλείπω
English (LSJ)
A leave with one, τινά τινι Th.6.7; leave as deputy, D.C.46.37.
German (Pape)
[Seite 481] (s. λείπω), dabei zurücklassen, τινί τινα, D. Cass. 46, 37 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαταλείπω: καταλείπω παρά τινι, τινά τινι Θουκ. 6. 7, Δίων Κ. 46. 37.
French (Bailly abrégé)
laisser qqn auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καταλείπω.
Greek Monolingual
Α
αφήνω σε κάποιον κάτι ή κάποιον («τῆς ἄλλης στρατιᾱς παρακαταλιπόντες αὐτοῑς ὀλίγους», Θουκ.).
Greek Monotonic
παρακαταλείπω: φεύγω μαζί με κάποιον, τινά τινι, σε Θουκ.