Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
παρόψομαι: μέλλ. τοῦ παροράω.
f. de παροράω.
παρόψομαι: μέλ. του παροράω.