παμπόρφυρος

Revision as of 01:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A all-purple, Pi.O.6.55.

German (Pape)

[Seite 454] ganz purpurn, Pind. Ol. 6, 55.

Greek (Liddell-Scott)

παμπόρφῠρος: -ον, ὁλοπόρφυρος, Πινδ. Ο. 6. 91.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout empourpré.
Étymologie: πᾶν, πορφύρα.

English (Slater)

παμπόρφῠρος, -ον
   1 deep-purple ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι (O. 6.55)

Greek Monolingual

παμπόρφυρος, -ον (Α)
κατακόκκινος, ολοπόρφυρος («ξανθαῑς καὶ παμπορφύροις ἀκτῑσι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πορφυρός].

Greek Monotonic

παμπόρφῠρος: -ον (πορφύρω), ολοπόρφυρος, σε Πίνδ.