πορφύρω

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῡ́ρω Medium diacritics: πορφύρω Low diacritics: πορφύρω Capitals: ΠΟΡΦΥΡΩ
Transliteration A: porphýrō Transliteration B: porphyrō Transliteration C: porfyro Beta Code: porfu/rw

English (LSJ)

[ῡ], poet. Verb, only pres. and impf., of the sea, ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ as when the huge sea
A heaves, surges, swirls with dumb swell (i.e. with waves that do not break), Il.14.16, cf. Arat.158, Artem.2.23; ὑπὸ στείρῃσι θάλασσα πορφύρει Arat.296; διάνδιχα νηὸς ἰούσης δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον A.R.1.935; of flame, [φλόγα] φονίῳ σβέσεν αἵματι πορφύρουσαν Id.4.668:—later in Med., κἂν ἡ γαλήνη πορφύροιτο even in a gently heaving calm, Him.Or.31.2; εὔδια μὲν πόντος πορφύρεται AP10.14 (Agath.).
2 metaph., πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε much was his heart troubled, Il.21.551, cf. Od.4.427,572, 10.309; though others take it trans., his heart brooded, pondered on many things, as in Q.S.2.85, al., Epic. ap. Suid.: abs., ponder, A.R.3.456; π. οἷον.. ib. 1161.
II after Hom., grow red, of a river, καὶ τὺ δὲ Κρᾶθι οἴνῳ πορφύροις may'st thou flush with wine, Theoc.5.125 (= βλύζοις Sch., i.e. signf. 1.1; prob. both senses are meant); τόσον ἄνθος χιονέαις πόρφυρε παρηΐσι Bion 2.19; αἰδοῖ π. παρήϊον Q.S.14.47; πορφύρων βότρυς AP9.249 (Maec.); δαίδαλα πορφύρων, of the tiger's skin, Opp. C.3.347; of ringlets, ὑακίνθοις… ὅμοια πορφύροντες Luc.Am.26, cf. Him.Or.1.19; γῆ π. ἄνθεσι ib.13.7.
2 trans., dye red, χεῖρας φόνῳ Nonn. D. 44.106:—Pass., [οἴνῳ] πορφύρετο πέτρη ib.45.308, etc. (πορφῠρ-yw, redupl., cogn. with Lat. fervere, fermentum, OE. beorm 'barm, froth on fermenting malt liquors, yeast'; for the sequence of meanings cf. English flush (1) 'flow suddenly in great volume', (2) of blood, 'rush to the cheeks', (3) of the cheeks, etc., 'become red'; cf. πορφύρεος.)

German (Pape)

[Seite 686] sich purpurn färben, purpurroth aussehen; οἴνῳ πορφύροις, von der rothen Farbe des Weines, Theocr. 5, 125; πορφύροντα καὶ ἄνθεσι μαρμαίροντα, Opp. Cyn. 3, 347. 2, 597 (vgl. πορφυρέω); – bes., wie πορφύρεος (w. m. s.), von der dunkelrothen, bräunlichen Farbe des bewegten, unruhigen Meeres, das im Mittelmeere die Farbe hat, ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ, Il. 14, 16, wie wenn sich das Meer mit dumpfem Gewoge purpurn erhebt; u. übtr., πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε μένοντι, Il. 21, 551, vgl. Od. 4, 427. 572. 10, 309, unruhig bewegte sich ihm sehr das Herz (vgl. καλχαίνω), wo nur der unruhige Gemüthszustand, die tiefe Aufregung damit beschrieben wird, und der Begriff der Farbe ganz zurücktritt; Andere erkl. das Herz bewegte, wälzte vielerlei Gedanken hin u. her; bei Ap. Rh. übh. nachdenken, denken, οὔτε τιν' ἄλλον ὀΐσσατο πορφύρουσα ἔμμεναι ἀνέρα τοῖον, 3, 456, πορφύρουσα, οἷον ἑῇ κακὸν ἔργον ἐπεξυνώσατο βουλῇ, 3, 1162. – Bei Nonn. auch = mit Purpur färben.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 dans Hom. se soulever en bouillonnant en parl. de la mer à l'approche d'une tempête ; fig. en parl. de l'âme être agité, être inquiet;
2 après Hom., et par confus. du sens primit. avec le sens de πορφύρα, se teindre en pourpre, s'empourprer.
Étymologie: φύρω avec redoubl.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφύρω [~ φύρω?] poët., alleen praes. en imperf. deinen, opzwellen:; ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι wanneer de zee hoog opzwelt door de golven Il. 14.16; overdr. verontrust zijn:. πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε zijn hart was zeer verontrust Il. 21.551. later purperrood worden:. οἴνῳ πορφύροις jij krijgt een rode kleur door de wijn Theocr. Id. 5.125.

Russian (Dvoretsky)

πορφύρω: (ῡ) [удвоен. форма к φύρω (только praes. и impf.)
1 тж. med. вздыматься, волноваться: ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος Hom. (Нестор колебался), как волнуется море; κραδίη πόρφυρε Hom. учащенно билось сердце;
2 отливать багрянцем, рдеть (βότρυς πορφύρων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πορφύρω: [ῡ], ποιητ. ῥῆμ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. κυρίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ, ὡς ὅτε μέγα πέλαγος μελαίνει κύματι δίχα ἀνέμου ἐπαιρομένῳ, δηλ. μὴ ἐκρηγνυμένῳ, Ἰλ. Ξ. 16· οὕτω καὶ Ἄρατ. 158, 296, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 935· (ἐπὶ φλογός, ὁ αὐτ. Δ. 668). ― Ὁ Ἀριστ. περὶ Χρωμάτ. 2, 4, ἑρμηνεύει αὐτὸ ὡς ἀναφερόμενον εἰς τὸ σκιερὸν μέρος τοῦ κύματος· ὁ δὲ Κικέρων παρὰ τῷ Non. λέγει unda cum est pulsa remis purpurascit: πρβλ. πορφύρεος· καὶ ἴδε Mure Hist. Gr. Liter. 2. 32 κἑξ. 2) μεταφορ., πολλὰ δὲ οἱ κραδίη πόρφυρε, «κατὰ βάθος ἐμερίμνα καὶ διενοεῖτο (Σχολ.), Ἰλ. Φ. 551, Ὀδ. Δ. 427, 572, Κ. 309 (οὕτω καλχαίνω παρὰ Σοφ. Ἀντ. 20)· ἄλλα δὲ θυμῷ πορφύρει Κόϊντ. Σμ. 2. 85, Ἐπίγραμμ. παρὰ τῷ Σουΐδ. ἐν λ.· οὕτω καὶ παρὰ τῷ Ἀπολλ. Ροδ., σκέπτομαι πολύ, «ζυγίζω» κατ’ ἐμαυτόν, οὐδέ τιν’ ἄλλον ὀίσσατο πορφύρουσα ἔμμεναι ἀνέρα τοῖον Γ. 456. 1161. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., ὅτε τὸ κογχύλιονπορφύρα καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς βαφὴ ἐγένοντο γνωστά, αἱ λ. πορφύρω καὶ πορφύρεος, ἐλαμβάνοντο ὡς δηλοῦσαι ὡρισμένον χρῶμα, γίνομαι πορφυροῦς, κοκκινίζω, οἴνῳ πορφύροις Θεόκρ. 5. 125· τόσον ἄνθος χιονέαις πόρφυρε παρηΐσι Βίων 15. 19· αἰδοῖ π. παρήϊον Κόϊντ. Σμ. 14. 47· πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 249, Ὀππ. Κυν. 3. 347. Λουκ. Ἔρωτ. 26, κτλ.· ― καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, εὔδια μὲν πόντος πορφύρεται Ἀνθ. Π. 10. 14, πρβλ. Ἱμέρ. σελ. 862, 886, κτλ. 2) μεταβ., βάπτω, χρωματίζω τι πορφυροῦν, χεῖρας φόνῳ Νόνν. Δ. 44. 106· καὶ ἐν τῷ παθ., [οἴνῳ] πορφύρετο πέτρη 45. 308, κτλ. (Ἡ √ΦΥΡ ἴσως σχετίζεται πρὸς τὸ ἀρχ. Σανσκρ. bhur (micare, agitari), Λατ. ferv-ere· ― παράγεται δὲ τὸ πορφύρα ἐκ τοῦ ῥήματος καὶ οὐχὶ τὸ ῥῆμα ἐκ τοῦ πορφύρα, διότι τὸ ὄνομα χρονολογεῖται ἀπὸ πολὺ νεωτέρων χρόνων· σημειωτέα ὡσαύτως ἡ διαφορὰ ἐν τῇ ποσότητι).

English (Autenrieth)

(φύρω): boil or surge up, of waves, Il. 14.16; met., of mental disquiet, be troubled, brood, Od. 4.427, etc.

Greek Monolingual

Α
1. (για τη θάλασσα) φουσκώνω, αναταράζομαι υπόκωφα, χωρίς να σπάνε τα κύματα (α. «ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ», Ομ. Ιλ. β. «ὑπὸ στείρῃσι θάλασσα πορφύρει», Άρατ.
γ. «δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον», Απολλ. Ρόδ.)
2. μτφ. (για την καρδιά ή τη σκέψη) α) ταράζομαι, ανησυχώ (α. «πολλὰ δὲ οἱ κραδίη πόρφυρες μένοντι», Ομ. Ιλ.)
β) σκέπτομαι, διαλογίζομαι, υπολογίζω («ἄλλα δὲ θυμῷ πορφύρει», Κόιντ.
β. «πορφύρουσα οἷον ἑῇ κακὸν ἔργον ἐπεξυνώσατο βουλῇ», Απολλ. Ρόδ.)
3. (για ποταμό, με διπλή σημ.) ρέω ορμητικά, αναβλύζω και γίνομαι κόκκινος (α. «Ιμέρα ἀνθ' ὕδατος ῥείτω γάλα, καὶ τὺ δὲ Κρᾱθι οἴνῳ πορφύροις», Θεόκρ.)
4. παίρνω πορφυρό χρώμα (α. «τόσον ἄνθος χιονέαις πορφυρε παρηΐσι», Βίων
β. «πορφύρων βότρυς», Ανθ. Παλ.
γ. «ὑακίνθοις... ὅμοια πορφύροντες», Λουκιαν.)
5. βάφω πορφυρό, δίνω πορφυρό χρώμα σε κάτι («πόρφυρε χεῖρας φόνῳ», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Το ρ. πορ-φύρ-ω έχει σχηματιστεί με εκφραστικό διπλασιασμό πορ- (με ανομοίωση τών δασέων και φωνηεντισμό -ο-, πρβλ. πόρπη) και επίθημα -yo από τον ενεστ. φύρω «ανακατεύω, αναμιγνύω, μολύνω» (πρβλ. μορμύρω) και συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. bhurati «αναταράσσω». Από το ρ. πορφύρω έχει παραχθεί το επίθ. πορφύρεος (ΙΙ) (πρβλ. μαρμάρεος < μαρμαίρω). Το ρ. πορφύρω με αρχική σημ. «φουσκώνω, αναταράζομαι, ανησυχώ, ρέω ορμητικά» μτγν. έλαβε και τη σημ. «αναβλύζω και γίνομαι κόκκινος, παίρνω πορφυρό χρώμα, δίνω πορφυρό χρώμα σε κάτι». Η σύγχυση αυτή της σημ. του πορφύρω με τη σημ. της οικογένειας της λ. πορφύρα μαρτυρείται ήδη στον Όμηρο με το επίθ. πορφύρεος (II) και οφείλεται πιθ. στην ομοηχία του επιθ. πορφύρεος (II) με το επίθ. πορφύρεος (Ι) (< πορφύρα). Η σύγχυση, τέλος, αυτή στη σημ. μεταξύ τών λ. πορφύρα και πορφύρω οδήγησε και στην παρετυμολογική σύνδεση τών δύο λέξεων].

Greek Monotonic

πορφύρω: [ῡ], μόνο σε ενεστ. και παρατ.
I. 1. κυρίως λέγεται για θάλασσα, ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ, καθώς το τεράστιο πέλαγος, σκουραίνει τα κύματα και αυτά φουσκώνουν βουβά (δηλ. χωρίς να κάνουν παφλασμό), σε Ομήρ. Ιλ.
2. μεταφ., πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε, η καρδιά του ήταν πολύ ανήσυχη στο βάθος της, σε Όμηρ.
II. μεταγεν. του Ομήρ., όταν το κοχύλι (πορφύρα) και το χρώμα του έγιναν γνωστά, γίνομαι πορφυρός ή κόκκινος, σε Βίωνα, Ανθ.· ομοίως στη Μέσ., εὔδια μέν, σε Ανθ. (πιθ. αναδιπλ. από φύρω).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: 1. to surge, to boil, to be stirred, of the sea (Ξ 16, Arat., A. R.), metaph. of the heart (Od., A. R., Q. S.); 2. to dye purple, to redden (hell.), paint red (Nonn.).
Other forms: (περι-πορφύρω Man.), only pres. a. ipf.
Derivatives: πορφύρεος, Aeol. -ιος boiling, stirred, of the sea (Hom., Alc.); from πορφύρεος purple to be separated.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Intensive formation like μορμύρω (s. v. w. lit.); to it πορ-φύρεος as μαρμάρεος beside μαρμαίρω (s. v.). Of old compared with the Skt. intensive jár-bhurīti have consulsions, sprawl (primary verb bhuráti id.); further s. φύρω. -- In the sense of to colour (itself) purple πορφύρω was adapted to πορφύρα. -- Untenable on πορφύρω Deroy Les ét. class. 16, 3ff.

Middle Liddell

πορφύ¯ρω, only in pres. and imperf.]
I. properly of the sea, ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ as when the huge sea gleams darkly with dumb swell (i. e. with waves that do not break), Il.
2. metaph., πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε much was his heart troubled, Hom.
II. after Hom., when the purple-fish (πορφύρἀ and its dye became known, to grow purple or red, Bion., Anth.:—so in Mid., εὔδια μέν Anth. [Prob. redupl. from φύρω.]

Frisk Etymology German

πορφύρω: {porphúrō}
Forms: (περι-~ Man.), nur Präs. u. Ipf.,
Grammar: v.
Meaning: 1. aufwallen, aufwogen, aufgeregt sein, vom. Meer (Ξ 16, Arat., A. R. u.a.), übertr. vom Herzen (Od., A. R., Q. S.); 2. sich purpurn färben, rot werden (hell. u. sp. Dicht.), rot färben (Nonn.).
Derivative: Daneben πορφύρεος, äol. -ιος wogend, aufgeregt, vom Meer (Hom., Alk.); von πορφύρεος purpurn zu trennen.
Etymology: Intensivbildung wie μορμύρω (s. d. m. Lit.); dazu πορφύρεος wie μαρμάρεος neben μαρμαίρω (s. d.). Seit alters mit dem aind. Intensivum jár-bhurīti zucken, zappeln verglichen (primäres Verb bhuráti ib.); des näheren s. φύρω. — Im Sinn von sich purpurn färben hat sich πορφύρω an πορφύρα angelehnt. — Unhaltbar über πορφύρω Deroy Les ét. class. 16, 3ff.
Page 2,582

Mantoulidis Etymological

(=σκουραίνω, σκοτεινιάζω, κοκκινίζω). Εἶναι ἀναδιπλασιασμένος τύπος τοῦ φύρω (=ἀνακατώνω). Ρίζα φυρ + ἀναδιπλ. φο → φορφυρ → πορφύρω.
Παράγωγα: πορφύρα, πορφύρεος καί πορφυροῦς, πορφυρίς (=κόκκινο ροῦχο), πορφυρίτης, πορφυρίων (=πουλί μέ κόκκινο ρύγχος), πορφυρώδης.