περιστοιχίζομαι
Greek Monotonic
περιστοιχίζομαι: Μέσ., περικυκλώνω όπως με δίχτυα, λέγεται για στράτευμα που βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας, σε Δημ.
περιστοιχίζομαι: Μέσ., περικυκλώνω όπως με δίχτυα, λέγεται για στράτευμα που βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας, σε Δημ.