Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ao. épq. de προίημι.
see προΐημι.
προέηκα: Επικ. αντί -ῆκα, αόρ. αʹ του προίημι.