προπηλακιστικῶς
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière outrageante.
Étymologie: προπηλακίζω.
Greek Monotonic
προπηλᾰκιστικῶς: επίρρ., προσβλητικά, υβριστικά, σε Δημ.