Πυθιόνικος

Revision as of 01:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A of or belonging to a Pythian victory, Pi.P.6.5, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Πῡθιόνῑκος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς Πυθικὴν νίκην, Πινδ. Π. 6. 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. Πυθιονίκης.

English (Slater)

Πῡθῐόνῑκος, -ον
   1 for a Pythian victory Πυθιόνικος ἑτοῖμος ὕμνων θησαυρὸς (P. 6.5) Πυθιόνικον τιμὰν (P. 8.5)

Greek Monotonic

Πῡθιόνῑκος: -ον (νίκη), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην Πυθική νίκη, σε Πίνδ.