ἑτοῖμος
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
ἑτοῖμον, also fem.
A ἑτοίμη Il.9.425, Hp.Art.66, -μᾱ S.El. 1079 (lyr.), etc.:—in v B. C. and later ἕτοιμος, η, ον, or ος, ον, cf. Hdn.Gr. 2.938:—at hand, ready, prepared, ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα Od.14.453, etc.; τὶν δ' αἶνος ἑτοῖμος Pi.O.6.12; [τὰ κρέα] εἶχε ἕτοιμα Hdt.1.119, cf. 3.123; ἑτοιμοτάταν ἐπὶ δαῖτα Theoc. 13.63, cf. E. Cyc. 357 (lyr.); ἑτοῖμα χρήματα = money in hand, Hdt.5.31; ἐξ ἑ. in ready money, POxy. 2106.23 (iv A.D.); ἕ. ἀεὶ παρακείμενον ἐκμαγεῖον Pl.Ti.72c; ἕ. ποιήσασθαι to make ready, Hdt.1.11; ὡς ἑτοῖμα ἦν Th.2.3; ἐπειδὴ αὐτῷ ἑ. ἦν ib.98; ἐξ ἑτοίμου = at once and without hesitation, immediately, offhand, ἐξ ἑ. λαμβάνειν Isoc.5.96; ἐξ ἑ. ὑπακούειν X.Oec.14.3; ἐξ ἑτοιμοτάτου διώκειν Id.Cyr.5.3.57; ἐξ ἑ. φίλον εἶναι Id.Mem.2.6.16; γίνεται ταῦτα ἐξ -οτάτου are most likely to attack, Hp.Prog.24; ἐν ἑτοίμῳ ἐστί Epicur. Ep.3p.62U., cf. Theoc.22.61; ἐν ἑ. ἔχειν Plb.2.34.2, 2 Ep.Cor.10.6, etc.; ἑτοιμότερα γέλωτος λίβη tears that came more readily than... A.Ch.448; τὰ ἑ. that which is ready to hand, ἐπὶ τὰ ἑ. μᾶλλον τρέπονται Th.1.20; τὰ ἑ. βλάψαι ib. 70; τοῖς ἑ. περὶ τῶν ἀφανῶν.. κινδυνεύειν Id.6.9.
2 of the future, sure to come, certain, αὐτίκα γάρ τοι ἔπειτα μεθ' Ἕκτορα πότμος ἑ. Il.18.96; χώλωσις ἑτοίμη τοῖσι περιγινομένοισι Hp.Art.66; also, easy to be done, feasible, ἐπεὶ οὔ σφισιν ἥδε γ' ἑτοίμη (sc. μῆτις) Il.9.425; ἕ. [ἐστι] τὸ διαφθαρῆναι imminent, Plu.2.706c: c. inf., ἕ. μᾶλλόν [ἐστι] ἀπεχθάνεσθαι Pl.R. 567a, cf. E.HF86; οὐ γάρ τι ἕ. μεταπεῖσαι it is not easy... Paus. 2.23.6.
3 of the past, carried into effect, realized, ταῦτα ἑ. τετεύχαται Il.14.53; ἠδ' ἄρ' ἑτοῖμα τέτυκτο and this promise has been made good, Od.8.384.
II of persons, ready, active, zealous, ἕ. ἦν ἐμοὶ σειραφόρος A.Ag.842; τινι in or for a thing, Pi.O.4.16; ἐς τι for a thing, Hdt.8.96; πρός τι X.Mem.4.5.12: c. dat. pers., ready to assist or go with him, etc., Pi.N.4.74, Hdt.1.70: c.inf., ready to do, ib.42,113, al.; ἐπιστενάχειν πᾶς τις ἕ. A.Ag.791; χωρεῖν ἑ. S.Aj.813, cf.Ant.264, Antipho 6.23, Ar.V.341 (lyr.); ὑπακούειν ἑτοιμότεροι too ready... Th.4.61; θηρία ἕ. διαμάχεσθαι Pl.Smp. 207b: c. Art., τὸ μὴ βλέπειν ἑτοίμα S.El.1079 (lyr.); ἦν ἕτοιμος, abs., he was ready, Hdt.1.10; ἑ. ἔχειν τινάς Id.3.45; ἑ. ποιέεσθαί τινας Id.5.86.
2 of the mind, ready, bold, λῆμα Ar.Nu. 458 (lyr.); ἡ γνώμη Th.4.123; τὸ ἕτοιμον = readiness, resolution, E.Or.1106; τὸ ἕτοιμον τῆς γνώμης Philostr.Her.8.1; τὰ θερμά τε καὶ ἕ. τῶν θηρίων Id.VA 7.14.
III Adv. ἑτοίμως = readily, willingly, Th.1.80; ἑτοίμως ἔχω τελευτᾶν = I am ready to die, Demad.4, cf. D.18.161, PAmh.2.32.6 (ii B.C.), Act.Ap.21.13; ἑ. ἥκειν X.An.2.5.2; διδόναι IG22.956.24; ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς = but you quite purposely see, Pl.Hp.Ma.300c: Comp. ἑτοιμότερον Is.4.14, ἑτοιμοτέρως Alex. Trall.12: Sup. ἑτοιμότατα Pl.Plt. 290a.
German (Pape)
[Seite 1052] η, ον, bei Plat. u. den folgenden Attikern ἕτοιμος, was sich aber auch bei den Tragg. gew. in den mss. findet, bei Her. 5, 31 u. Sp., wie Pol., App., häufig 2 Endgn; was da ist, bereit ist, vorliegt, zur Hand ist, ὀνείατα, von den vorgesetzten Speisen, Hom. (ἑτοιμοτάτη δαίς Theocr. 13, 63), bei dem es auch wirklich bedeutet, ταῦτα ἑτοῖμα τετεύχαται, das ist wirklich geschehen, Il. 14, 53, wie Od. 8, 384; μῆτις ἑτοιμη, ein ausführbarer, gelingender Anschlag, Il. 9, 425, wie πότμος, ein wirkliches, entschiedenes, nicht mehr zu änderndes Geschick, 18, 96. – Bei den Folgenden bereit; von Sachen, ἕτοιμά σοι ἑφθὰ καὶ ὀπτά Eur. Cycl. 356; γάμος Pind. Ol. 1, 69; ἕτ. ἀεὶ παρακείμενον ἐκμαγεῖον Plat. Tim. 72 c; τὰ κρέα εἶχεν ἑτοῖμα Her. 1, 190, vgl. 3, 123; ἀναλώτης τῶν ἑτοίμων Plat. Rep. VIII, 552 b; – von Menschen, πάρεδρος, bereitwillig, Pind. Ol. 2, 76; κάρυξ N. 4, 74; γυναῖκας εἶχε ἑτοίμους Her. 3, 45; am gewöhnlichsten mit folgendem inf., τῷ δυσπραγοῦντι δ' ἐπιστενάχειν πᾶς τις ἕτ. Aesch. Ag. 765; ἕτ. εἰπεῖν Soph. O. R. 92; θνήσκειν Eur. Phoen. 976; in Prosa, Her. 1, 42 u. öfter; ἕτοιμος ἐπαινεῖν Plat. Gorg. 510 a; Prot. 313 b; ἐπειδὴ καὶ σὺ ἕτ. ἀκολουθεῖν, da auch du zu folgen bereit bist, Polit. 277 c; auch τὰ θηρία ἕτ. διαμάχεσθαι Conv. 207 b. – Auch ἑτοῖμοι εἰς ναυμαχίην, zu einer Seeschlacht, Her. 8, 96; πρὸς τοῦτο ἕτοιμον ἑαυτὸν παρασκευάζειν Xen. Mem. 4, 5, 12; τινί, Her. 1, 70; τροφαῖς ἵππων, der Pferdezucht sich befleißigend, Pind. Ol. 4, 16;– λῆμα, entschlossen, Ar. Nubb. 457; τὸ ἕτ., die Entschiedenheit, Eur. Or. 1106; ἐν ἑτοίμῳ εἶναι, in Bereitschaft sein, = ἕτ. εἶναι, Theocr. 22, 61; D. Sic. 19, 8; D. Cass. 56, 19 u. a. Sp., auch ἐν ἑτοίμῳ ἔχειν, Pol. 2, 34, 2; Plut. Sertor. 11; ἐξ ἑτοίμου λαμβάνειν, s. ἐκ. – Was bereit ist, macht keine Schwierigkeit, ist leicht, vgl. Plat. Rep. VIII, 567 a X, 604 b; so ἀπορία, Plut.; dah. auch: es ist offenbar, klar, vgl. Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 24. Von Menschen, schnell, lebhaft, Philostr., vgl. Jacobs dazu p. 441; ἐξ ἑτοιμοτάτου διώκειν, aufs schnellste verfolgen, Xen. Cyr. 5, 3, 57; oft bei Sp. ἐξ ἑτοίμου ποιεῖν τι, sogleich, bereitwillig thun, Pol. 25, 9, 4 u. A. – Comparat. ἑτοιμότερος, Aesch. Ch. 441 u. A.; superl. ἑτοιμότατος, Plat. u. Folgde. – Adv. ἑτοίμως, Aesch. Suppl. 75, bereitwillig, gern, δέχεσθαι, Plat. Legg. IX, 880 a; schnell, ὁ δὲ ἑτοίμως ἐκέλευσεν ἥκειν Xen. An. 2, 5, 2; leicht, γιγνώσκειν, Plat. u. A.; offenbar, ἑτ. παρορᾷς, im Gegensatz von κινδυνεύεις, Plat. Hipp. mai. 300 c; – ἑτοιμότερον, ἑτοιμότατα, Plat. u. A.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
ion. et anc. att. c. ἕτοιμος.
I. réel, effectif :
1 réalisé;
2 qui est sur le point d'être réalisé, imminent;
3 qui peut être réalisé, réalisable, sûr, certain ; qui est sous la main, dont on peut disposer, tout prêt, préparé ; (κρέα) ἕτοιμα HDT viandes toutes prêtes ; ὡς ἕτοιμα ἦν THC quand tout fut prêt ; ἐν ἑτοίμῳ ἔχειν PLUT avoir à sa disposition;
II. 1 prêt à, disposé à : εἴς τι, πρός τι, prêt à qch, à faire qch ; ἕτοιμος τινι, prêt à assister qqn, à lui venir en aide ; avec un inf., prêt à faire qch;
2 diligent, agile, alerte : ἐξ ἑτοίμου ISOCR sans hésitation, immédiatement ; ἐξ ἑτοίμου ὑπακούειν XÉN obéir immédiatement ; ἐξ ἑτοιμοτάτου διώκειν XÉN poursuivre de toute la vitesse possible, avec la plus grande promptitude;
3 prêt, décidé, résolu : γνώμη ἑτοίμη THC décision prise résolument ; τὸ ἕτοιμον EUR esprit ou caractère résolu;
Cp. ἑτοιμότερος, Sp. ἑτοιμότατος.
Étymologie: cf. ἔτυμος.
Russian (Dvoretsky)
ἑτοῖμος: позднеатт. тж. ἕτοιμος 3 и
1 готовый, приготовленный (ὀνείατα Hom.; τὰ κρέα Her.; δαίς Theocr.);
2 подготовленный, упакованный (λάρνακες Her.);
3 имеющийся наготове, наличный (χρήματα Her.): τινὰ ἑτοῖμον ποιεῖσθαι Her. приказать кому-л. быть наготове; ὡς (или ἐπειδὴ) ἑτοῖμα ἦν Thuc. когда (все) было готово, когда приготовления были закончены; ἑτοιμότερα γέλωτος λίβη Aesch. слезы легче вызвать, чем смех;
4 уготованный, т. е. неминуемый, предстоящий (πότμος Hom.): ἕτοιμόν ἐστιν Plat. неизбежно;
5 выполнимый, осуществимый (μῆτις Hom.);
6 совершившийся, осуществленный, действительный: ταῦτα ἑτοῖμα τετεύχαται Hom. это действительно свершилось; ἦ μὲν ἀπείλησας … ἦ δ᾽ ἄρ᾽ ἑτοῖμα τέτυκτο Hom. ты похвалился … да так оно и вышло;
7 (о людях), готовый, приготовившийся, расположенный (τινί Pind., Her., ἔς τι Her., πρός τι Xen. и ποιεῖν τι Soph., Eur., Her., Plat.): οἱ ὑπακούειν ἑτοιμότεροι Thuc. обнаруживающие полную готовность подчиниться; τὸ μὴ βλέπειν ἑτοίμα Soph. (Электра), готовая не видеть (света), т. е. умереть;
8 решительный, окончательный (γνώμη Thuc.; λῆμα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοῖμος: -ον, ἀλλ’ ὡσαύτως θηλυκ. ἑτοίμη Ἰλ. Ι. 425, Σοφ. Ἠλ. 1079, κτλ.· παρὰ συγγραφεῦσι μετὰ τὸν Θουκ.· ἕτοιμος, η, ον, ἢ ος, ον· πρβλ. ἐρῆμος: - (πιθαν. συγγενὲς τῷ ἔτυμος). Ἕτοιμος, πρόχειρος, ἡτοιμασμένος, ὀνείαθ’ ἑτοῖμα προκείμενα Ὀδ. Ξ. 453, κτλ.· τὰ κρέα εἶχε ἑτοῖμα Ἡρόδ. 1. 119, πρβλ. 3. 123· ἑτοιμοτάταν ἐπὶ δαῖτα Θεόκρ. 13. 63, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 357· ἑτοῖμα χρήματα, ἕτοιμα, Ἡρόδ. 5. 31· ἑτ. ποιεῖσθαι, ἑτοιμάζειν, ὁ αὐτ. 1. 11· ὡς ἑτοῖμα ἦν, ὅτε τὰ πάντα ἦσαν ἕτοιμα, Θουκ. 2. 3· ἐπειδὴ αὐτῷ ἑτ. ἦν αὐτόθι 98· ἐξ ἑτοίμου, ἀμέσως καὶ ἄνευ δισταγμοῦ, ἀμέσως, προχείρως, ἐξ ἑτ. λαμβάνειν Ἰσοκρ. 101C· ἐξ ἑτ. ὑπακούειν Ξεν. Οἰκ. 14, 3· ἐξ ἑτοιμοτάτου διώκειν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 3, 57· ἐξ ἑτοίμου φίλον εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 6, 16, πρβλ. Ἱπποκρ. Προγν. 46· οὕτω καί, ἐν ἑτοίμῳ ἐστὶ Θεόκρ. 22, 61· ἐν ἑτ. ἔχειν Πολύβ. 2. 34, 2· ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη Αἰσχύλ. Χο. 448: - τὰ ἑτοῖμα, Λατ. quae in promptu sunt, ἐπὶ τὰ ἑτοῖμα μᾶλλον τρέπονται Θουκ. 1. 20· τὰ ἑτοῖμα βλάψαι ὁ αὐτ. 70· ἀλλά, τοῖς ἑτοίμοις περὶ τῶν ἀφανῶν... κινδυνεύειν ὁ αὐτ. 6. 9. 2) ἐπὶ τοῦ μέλλοντος, βέβαιος, μέλλων βεβαίως νὰ γείνῃ, αὐτίκα γάρ τοι ἔπειτα μεθ’ Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος Ἰλ. Σ. 96, πρβλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830: - ὡσαύτως, εὔκολος νὰ παραχθῇ ἢ νὰ γείνῃ, ἐπεὶ οὔ σφισιν ἥδε γ’ ἑτοίμη (δηλ. μῆτις) Ἰλ. Ι. 425· ἕτ. ἐστὶ τὸ διαφθαρῆναι, εὔκολον, Πλούτ. 2. 706C· μετ’ ἀπαρεμφ., ἕτ. μᾶλλόν ἐστιν ἀπεχθάνεσθαι Πλάτ. Πολ. 567Α, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 89· οὐ γάρ τι ἕτ.. μεταπεῖσαι, δὲν εἶναι εὔκολον…, Παυσ. 2. 23, 6. 3) ἐπὶ τοῦ παρελθόντος, ἑτοῖμα τετεύχαται, ὄντως ἔχουσι γίνῃ, Ἰλ. Ξ. 53· ἦ δ’ ἄρ’ ἑτοῖμα τέτυκτο, τῷ ὄντι ἐξεπληρώθησαν (ἃ ὑπέσχου), Ὀδ. Θ. 384. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἕτοιμος, δραστήριος, πρόθυμος, ζηλωτής, Λατ. paratus, promptus, ἕτ. ἦν ἐμοὶ σειραφόρος Αἰσχύλ. Ἀγ. 842· τινί, ἔν τινι ἢ διά τι, Πινδ. Ο. 4. 24· ἔς τι Ἡρόδ. 8. 96· πρός τι Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 12· ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ., ἕτοιμος, πρόθυμος νὰ βοηθήσω ἢ νὰ ὑπάγω μετά τινος, κτλ., Πινδ. Ν. 4. 120. πρβλ. Ἡρόδ. 1. 50· μετ’ ἀπαρ., ἕτοιμος νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. 1, 42, 113, κ. ἀλλ.· ἐπιστενάχειν πᾶς τις ἕτ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 791· χωρεῖν ἕτ. Σοφ. Αἴ. 813, πρβλ. Ἀντ. 264, Ἀντιφῶντα 144. 10· ὑπακούειν ἑτοιμότεροι Θουκ. 4. 61· θηρία ἕτ. διαμάχεσθαι Πλάτ. Συμπ. 207Β· καὶ μετὰ τοῦ ἄρθρου, τό τε μὴ βλέπειν ἑτοίμα Σοφ. Ἠλ. 1079· ὡσαύτως, ἑτοῖμος ἦν, ἀπολ., ἦτο ἕτοιμος, Ἡρόδ. 1. 10, πρβλ. 5. 31· ἑτ. ἔχειν τινάς, ἔχειν τινὰς ἑτοίμους, παρεσκευασμένους, ὁ αὐτ. 3. 45· ἑτ. ποιεῖσθαί τινας ὁ αὐτ. 5. 86. 2) προσέτι, πρόθυμος, τολμηρός, Λατ. in omnia paratus, λῆμα Ἀριστοφ. Νεφ. 458· ἡ γνώμη Θουκ. 4. 123· τὸ ἕτοιμον, ἡ ἑτοιμότης, τὸ ἀποφασιστικόν, Εὐρ. Ὀρ. 1106· τὸ ἕτ. τῆς γνώμης Φιλόστρ. 706· τὰ ἕτ. τῶν θηρίων ὁ αὐτ. 292. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -μως, Θουκ. 1. 80· ἑτ. ἔχειν Δημάδ. 179. 5· ἑτ. ἥκειν Ξεν. Ἀν. 2. 5, 2· ἑτ. παρορᾷς, φανερῶς, προφανῶς, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 300C· (παρ’ Ἀττ. συχνάκις ἐξ ἑτοίμου, ἴδε ἀνωτ. Ι. 1)· συγκρ. ἑτοιμότερον Ἰσαῖος 47 ἐν τέλ.· ὑπερθ. -ότατα Πλάτ. Πολιτ. 290Α.
English (Autenrieth)
ready, at hand; μῆτις, ‘feasible,’ Il. 9.425; ‘actual,’ ‘actually,’ Il. 14.53, Od. 8.384; πότμος, ‘certain,’ Il. 18.96.
English (Slater)
ἑτοῑμος (-ος, -ον.)
a of people.
I ready, close at hand ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον (O. 2.76)
II ready, eager νιν αἰνέω, μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων (O. 4.14) κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν (N. 4.74)
b of things, ready to hand, prepared ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον i. e. that was readily available (O. 1.69) Ἁγησία, τὶν δ' αἶνος ἑτοῖμος (O. 6.12) λτ;γτ;ενοκράτει ἑτοῖμος ὕμνων θησαυρὸς ἐν πολυχρύσῳ Ἀπολλωνίᾳ τετείχισται νάπᾳ (P. 6.7)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἕτοιμος, -η, -ον και ἕτοιμος, -ον
Α και ἑτοῑμος, -η, -ον και ἑτοῑμος, -ον)
1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ' ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ.
β. «καί τοι ταῦτα ποιήσαντι τοῦτο μέν ἐστι ἕτοιμα παρ' ἐμοὶ χρήματα», Ηρόδ.
γ. «είμαι έτοιμος για ταξίδι» δ. «κατάστημα έτοιμων ενδυμάτων»)
2. ο προετοιμασμένος για άμεση δράση, ο πρόθυμος, ο διατεθειμένος για κάτι (α. «ύπακούειν ἑτοιμότεροι» — πρόθυμοι να υπακούουν, Θουκ.
β. «είμαι έτοιμος να κάνω ό, τι μού πεις»)
3. ο τολμηρός, ο ριψοκίνδυνος, ο θαρραλέος (α. «είμαι έτοιμος για όλα» β. «τὴν τοῦ Βρασίδου γνώμην ὁρῶντες ἑτοίμην», Θουκ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τρώει από τα έτοιμα» — δεν εργάζεται για να ζήσει, αλλά συντηρείται ξοδεύοντας την περιουσία άλλου ή παλιές οικονομίες του
β) «έτοιμη απάντηση» — γρήγορη και επιτυχημένη απάντηση
γ) «τα θέλει όλα έτοιμα» — για οκνηρούς ή αδρανείς που επιζητούν να μην κοπιάζουν οι ίδιοι για ό, τι τους χρειάζεται
μσν.
1. ο ικανός, ο κατάλληλος
2. ο έμπιστος
3. φρ. «στὸ ἕτοιμο νά...» — παρά λίγο να...
αρχ.
1. ο βέβαιος, ο σίγουρος, αυτός που έχει γίνει ή θα γίνει οπωσδήποτε (α. «αὐτίκα γὰρ τοι ἔπειτα μεθ' Ἕκτορα πότμος ἑτοῑμος», Ομ. Ιλ.
β. «ἑτοῑμα τεταύχαται» — έχουν πραγματοποιηθεί, Ομ. Ιλ.)
2. ο εύκολος να πραγματοποιηθεί («ἕτοιμον ἐστὶ τὸ διαφθαρῆναι» — είναι εύκολη η διαφθορά, Πλούτ.)
3. φρ. «ἐξ ἑτοίμου» — αμέσως και χωρίς δισταγμό, εκ του προχείρου
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἕτοιμον ή τὸ ἑτοῖμον
η τόλμη, η αποφασιστικότητα («τὸ ἕτοιμον τῆς γνώμης» — η τόλμη στη γνώμη, Φιλόστρ.).
επίρρ...
ετοίμως και έτοιμα (ΑΜ ἑτοίμως, Μ και ἕτοιμα)
με ετοιμότητα, με προθυμία, με ευχαρίστηση
μσν.
ἕτοιμα
1. (χρονικό) α) αμέσως, στη στιγμή
β) πριν από λίγη ώρα
γ) σε λίγη ώρα
2. (τροπικό) πρόθυμα
αρχ.-μσν.
φρ. «ἑτοίμως ἔχω» με απρμφ.
είμαι πρόθυμος να...
αρχ.
1. γρήγορα («ἑτοίμως ἐκέλευεν ἥκειν», Ξεν.)
2. προφανώς, φανερά («οὐ κινδυνεύεις... ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με μία υπόθεση η λ. εμφανίζει ως α' συνθετικό τη λ. ἐτὸς «αληθινός» και ως β' συνθετικό τη λ. οἶμος «δρόμος». Σ' αυτή την περίπτωση η δάσυνση του τ. ἑτοῖμος μπορεί να ερμηνευθεί μόνο βάσει του ΙΕ τ. s-e-to-s στον οποίο ανάγεται το ἐτός, που ψιλούται λόγω ιωνικής προελεύσεως. Κατ' άλλη άποψη —όχι πολύ πιθανή— η λ. ετοίμος προέρχεται από αμάρτυρη δοτική ἑτοῖ του ἑτὸς και εμφανίζει επίθημα -μος. Ο τ. έτοιμος είναι νεώτερος αττικός τ. και προήλθε σύμφωνα με τον τονικό νόμο του Vendryes, κατά τον οποίο τα ονόματα της παλαιότερης Αττικής που σχημάτιζαν στις τρεις τελευταίες συλλαβές τους αμφίβραχυ και έπαιρναν περισπωμένη στην παραλήγουσα (u-uW π.χ. ετοῖμος, ερῆμος, τροπαῖον κ.τ.ό.) μετατράπηκαν σε παροξύτονα (έτοιμος, έρημος, τρόπαιον κ.τ.ό.) στη νεώτερη Αττική. Η λ. ἑτοῖμος, που μαρτυρείται ήδη από τον Όμηρο και διατηρείται ώς σήμερα, αρχικά σήμαινε «διαθέσιμος» και αναφερόταν σε τροφή, χρήματα κ.λπ. Όταν αναφερόταν στο μέλλον είχε τη σημασία «βέβαιος, σίγουρος», ενώ όταν αναφερόταν στο παρελθόν «πραγματοποιημένος» και όταν, τέλος, αναφερόταν σε πρόσωπα σήμαινε «δραστήριος, αποτελεσματικός» και, κατ' επέκταση, «θαρραλέος, ριψοκίνδυνος».
ΠΑΡ. ετοιμάζω, ετοιμότης, ετοίμως.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ετοιμοθάνατος, ετοιμολόγος, ετοιμοπόλεμος
αρχ.
ετοιμοκόλλιξ, ετοιμοκοπία, ετοιμόκοσσος, ετοιμόπτωτος, ετοιμοπώλης, ετοιμορρεπής, ετοιμοτόμος, ετοιμοτρεπής, ετοιμόφθορος, ετοιμοφθόρος
αρχ.-μσν.
ετοιμοπειθής
μσν.
ετοιμόδακρυς, ετοιμοδώρητος, ετοιμοεγρήγορος, ετοιμομεμφής, ετοιμοπαθής, ετοιμοπενθής, ετοιμόπιστος, ετοιμόσβεστος, ετοιμότρωτος, ετοιμόφθαρτος, ετοιμόφλεκτος
μσν.- νεοελλ.
ετοιμόγεννος, ετοιμόρροπος
νεοελλ.
ετοιμοπαράδοτος, ετοιμόσβηστος, ετοιμόφοβος, ετοιμοφόρτωτος. (Β' συνθετικό) ανέτοιμος
νεοελλ.
πανέτοιμος].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: prepared, ready, certain (Il.).
Other forms: younger ἕτοιμος
Compounds: As 1. member in ἑτοιμο-θάνατος prepared for death (Str.); as 2. member in ἀν-έτοιμος not prepared (Hes. Fr. 219, hell.; functionally postverbal to ἑτοιμάζω, cf. Frisk Adj. priv. 13f.).
Derivatives: ἑτοιμότης willingness, readyness (D., Plu.); ἑτοιμάζω prepare (Il.) with ἑτοιμασία (LXX, NT)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology. By Prellwitz Glotta 19, 85ff. explained from ἐτός true, real (s. ἐτάζω) and οἶμος walk, course (diff. Wb. s. v.); acc. to Kuiper Glotta 21, 278ff.from a locative *ἑτοῖ from *ἑτός = ἐτός with μο-suffix; not better. S. Bq.
Middle Liddell
ἑτοῖμος, ον
I. at hand, ready, prepared, of food, Od., Hdt.; ἑτ. χρήματα ready money, money in hand, Hdt.; ἑτ. ποιεῖσθαι to make ready, Hdt.; ἐξ ἑτοίμου off-hand, forthwith, Xen.:— τὰ ἑτοῖμα what comes to hand, Thuc.
2. of the future, sure to come, certain, Il.:—also easy to be done, feasible, Il.
3. of the past, carried into effect, made good, Hom.
II. of persons or the will, ready, active, zealous, Lat. paratus, promptus, Hdt., Aesch.; εἴς or πρός τι Hdt., Xen.:—c. inf. ready to do, Hdt., Attic: τὸ ἕτοιμον readiness, Eur.
III. adv. -μως, readily, Thuc., etc.
Frisk Etymology German
ἑτοῖμος: {hetoĩmos}
Forms: jünger ἕτοιμος
Meaning: bereit, vorhanden, gewiß (seit Il.).
Composita: Als Vorderglied in ἑτοιμοθάνατος zum Tode bereit (Str.) und anderen hell. und sp. Kompp.; als Hinterglied in ἀνέτοιμος nicht bereit (Hes. Fr. 219, hell.; funktionell wohl postverbal zu ἑτοιμάζω, vgl. Frisk Adj. priv. 13f.).
Derivative: Ableitungen: ἑτοιμότης Bereitschaft, Bereitwilligkeit (D., Plu. usw.); ἑτοιμάζω bereiten (seit Il.) mit ἑτοιμασία (LXX, NT usw.)
Etymology: Keine überzeugende Etymologie. Von Prellwitz Glotta 19, 85ff. aus ἐτός wahr, wirklich (s. ἐτάζω) und οἶμος Gang, Weg erklärt (anders Wb. s. v.); nach Kuiper Glotta 21, 278ff. dagegen aus einem Lokativ *ἑτοῖ von *ἑτός = ἐτός mit μο-Suffix; gewiß nicht besser. Ältere Versuche bei Bq.
Page 1,582
English (Woodhouse)
prepared, ready, willing, at hand, ready to
Lexicon Thucydideum
[Bekk. Goell Bekker Goeller edition ἑτοῖμος],
de hominibus, concerning men paratus, prepared, (ad agendum for acting), ἕτοιμον εἶναι, velle, to wish, 1.28.5, 1.85.2, 1.135.3. 1.145.1, 3.82.1. 3.82.8, 4.21.2, [nisi pro unless for ἑτοίμας dictum malis, ut ad you prefer said, so as to refer to σπονδὰς referatur, cf. Popp. adn. et ad it may be referred, compare Poppo's notes on 8.26.1]. 4.28.1. 4.73.2, 4.80.1. 4.83.3. 4.108.6, 4.110.1, 4.122.4. 4.122.44.124.3, 5.41.2. 5.45.4. 5.59.5, 6.29.1 (de Alcibiade concerning Alcibides), 6.93.3, 7.1.4. 7.3.1, [nonnulli codd. several manuscripts ἕτοιμοι] 7.83.2. 8.1.4. 8.2.2, 8.5.4. 8.9.1. 8.50.5. 8.80.2. 8.82.1. 8.92.6. 8.92.6
COMP. 1.141.5, 3.82.6, 4.19.3. 4.61.5.—
paratus, expeditus, ready, equipped, 6.8.2, 6.22.1, 6.65.1, 7.25.2, 7.33.3, 7.60.5, 7.65.3, [Vat. Vatican manuscript ἕτ. πάντα] ἦν.8.26.1, [vulgo commonly ἕτοιμοι] absolute, absolutely 2.3.4, 2.10.2, 2.56.1, 2.98.1, 7.50.4, —
promptus, paratus, ready, prepared, 4.123.2, —
quod in promptu est, commodus, facilis, what is at hand, convenient, easy, 1.20.3, 1.70.4,
similiter similarly 4.61.1. 6.9.3, 6.86.5, 6.87.4.
Translations
ready
Arabic: جَاهِز, مُسْتَعِدّ; Egyptian Arabic: جاهز; Armenian: պատրաստ; Assamese: সাজু; Avar: хӏадураб; Azerbaijani: hazır; Bashkir: әҙер; Basque: prest, gertu; Belarusian: гатовы; Bengali: প্রস্তুত; Bulgarian: готов; Catalan: llest; Chechen: кийча; Chinese Mandarin: 準備好的, 准备好的; Czech: připravený, hotový; Dutch: gereed, klaar; Esperanto: preta; Estonian: valmis; Finnish: valmis; French: prêt, prête; Georgian: მზად; German: bereit, fertig, gar, parat; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐍅𐌿𐍃; Greek: έτοιμος; Ancient Greek: ἑτοῖμος, ἕτοιμος; Gujarati: તૈયાર, સજ્જ; Hawaiian: mākaukau; Hebrew: מוּכָן; Hindi: तैयार, मुस्तैद, सिद्ध, आमादा, तत्पर, सज्ज, तैनात, इच्छुक, उद्यत; Hungarian: kész, készen; Icelandic: tilbúinn; Ido: pronta; Ingrian: valmis; Ingush: кийча; Irish: réidh, ullamh; Italian: pronto, preparato; Japanese: 用意の出来た, 出来上がり, 準備の出来た; Kabardian: хьэзыр; Kazakh: даяр, дайын; Khmer: ត្រៀមខ្លួនជាស្រេច; Korean: 준비된; Kurdish Central Kurdish: ئامادە; Northern Kurdish: amade, hazir, teyar; Lao: ພ້ອມ; Latgalian: gotovs, sasarūss; Latin: aptus, paratus, promptus; Latvian: gatavs; Lithuanian: paruoštas, pasiruošęs; Luxembourgish: prett; Macedonian: спремен, готов; Malay: sedia; Maori: reri, takatū; Marathi: तयार; Mongolian: бэлэн; Nepali: तयार; Ngazidja Comorian: tiyari; Northern Sami: gárvvis; Norwegian: klar, parat; Occitan: lèst; Old English: gearu; Ossetian: цӕттӕ; Persian: آماده, تیار, رو به راه; Plautdietsch: reed; Polish: gotowy; Portuguese: pronto, preparado; Punjabi: ਤਿਆਰ; Romanian: gata; Russian: готовый; Scots: boun; Scottish Gaelic: deiseil, ullamh; Serbo-Croatian Cyrillic: спреман, готов; Roman: spreman, gotov; Slovak: hotový; Slovene: pripravljen, gotov, nared; Somali: diyaar; Sorbian Lower Sorbian: gótowy; Spanish: preparado, listo, listoco; Swedish: beredd, redo; Tajik: тайор; Telugu: సిద్ధం, తయారు; Thai: พร้อม; Tocharian B: ārwer; Turkish: hazır, anık; Ukrainian: готовий; Urdu: تیار; Vietnamese: sẵn sàng; Welsh: parod; Yagnobi: тайор; Yakut: бэлэм; Yiddish: פֿאַרטיק